τέντζερης — τέντζερης, ο και τεντζερές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. χάλκινη χύτρα. 2. στον πληθ., τενζερέδες το σύνολο των μαγειρικών σκευών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
καπάκι — το 1. κάλυμμα σκεύους, σκέπασμα δοχείου 2. το μέρος τού βοδινού ή μοσχαρήσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά 3. φρ. α) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» για κακούς ανθρώπους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους β) «τά κάνανε καπάκια»… … Dictionary of Greek
κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… … Dictionary of Greek
τέτζερης — ο, Ν βλ. τέντζερης … Dictionary of Greek
τεντζεράκι — το, Ν (με υποκορ. σημ.) μικρός τέντζερης … Dictionary of Greek
τσέντζερης — ο, Ν βλ. τέντζερης … Dictionary of Greek
τσεντζερέδια — τα, Ν βλ. τέντζερης … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
tingire — TINGÍRE, tingiri, s.f. Vas de aramă sau de fontă în care se găteşte mâncare. Trimis de MihaelaStan, 11.08.2003. Sursa: DLRC TINGÍRE, tingiri, s.f. Vas adânc (de aramă sau de fontă) în care se găteşte mâncarea. – Din tc. tencere. Trimis de RACAI … Dicționar Român